- ρωμέικος
- -η, -ο, Νβλ. ρωμαίικος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Myrina, Greece — Myrina Μύρινα View of the promenade and the fortress. Location … Wikipedia
ρωμαίικος — και ρωμέικος, η, ο, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους νεώτερους Έλληνες, στους Ρωμιούς («ρωμαίικο φιλότιμο») 2. (το ουδ. ως. ουσ.) το ρωμαίικο (συν. χλευαστικά) το νεώτερο ελληνικό έθνος 3. (το ουδ. πληθ. ώς ουσ.) τα ρωμαίικα α) η… … Dictionary of Greek